πατρονομία: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πατρονομία:''' ἡ, πατρική [[εξουσία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πατρονομία:''' ἡ, πατρική [[εξουσία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πατρονομία -ας, ἡ [πατήρ, νόμος] patriarchaal gezag. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A paternal government, Luc.Dem.Enc.12. II office of πατρονόμος, at Sparta, IG5(1).311, al.; ἡ θεοῦ Λυκούργου π. ib.541.17.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, die Regierung eines πατρονόμος, Herrschaft des Familienvaters, Luc. Dem. enc. 12.
Greek (Liddell-Scott)
πατρονομία: ἡ, πατρικὴ κυβέρνησις, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρονόμου ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1341, 1356.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
autorité ou direction paternelle.
Étymologie: πατρονόμος.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατρονόμος
1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση
2. το αξίωμα, η υπηρεσία του πατρονόμου.
Greek Monotonic
πατρονομία: ἡ, πατρική εξουσία, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρονομία -ας, ἡ [πατήρ, νόμος] patriarchaal gezag.