πατρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πατρίδιον:''' τό, κωμικό υποκορ. του [[πατήρ]], [[πατερούλης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πατρίδιον:''' τό, κωμικό υποκορ. του [[πατήρ]], [[πατερούλης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πατρίδιον:''' (ῐδ) τό батюшка Arph.
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρίδιον Medium diacritics: πατρίδιον Low diacritics: πατρίδιον Capitals: ΠΑΤΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: patrídion Transliteration B: patridion Transliteration C: patridion Beta Code: patri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πατήρ,

   A papa, daddy, Ar.V.986, Xenarch.4.15, Theophil.4.

German (Pape)

[Seite 535] τό, dim. von πατήρ, Väterchen; Ar. Vesp. 986; Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c.

Greek (Liddell-Scott)

πατρίδιον: τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ πατήρ, παππίδιον, «παππάκης», Ἀριστοφ. Σφ. 986, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 15, Θεόφιλος ἐν «Ἰατρῷ» 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πατήρ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κωμ. υποκορ. του πατήρ), πατερούλης, πατεράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γαστρ-ίδιον)].

Greek Monotonic

πατρίδιον: τό, κωμικό υποκορ. του πατήρ, πατερούλης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πατρίδιον: (ῐδ) τό батюшка Arph.