πατρίδιον

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρίδιον Medium diacritics: πατρίδιον Low diacritics: πατρίδιον Capitals: ΠΑΤΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: patrídion Transliteration B: patridion Transliteration C: patridion Beta Code: patri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πατήρ, papa, daddy, Ar.V.986, Xenarch.4.15, Theophil.4.

German (Pape)

[Seite 535] τό, dim. von πατήρ, Väterchen; Ar. Vesp. 986; Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πατήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρίδιον -ου, τό [πατήρ] papa.

Russian (Dvoretsky)

πατρίδιον: (ῐδ) τό батюшка Arph.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κωμ. υποκορ. του πατήρ), πατερούλης, πατεράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γαστρίδιον)].

Greek Monotonic

πατρίδιον: τό, κωμικό υποκορ. του πατήρ, πατερούλης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πατρίδιον: τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ πατήρ, παππίδιον, «παππάκης», Ἀριστοφ. Σφ. 986, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 15, Θεόφιλος ἐν «Ἰατρῷ» 1.

Middle Liddell

πατρίδιον, ου, τό,
Comic Dim. of πατήρ, daddy, Ar.