περιλιχμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιλιχμάομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]] [[ολόγυρα]], σε Θεόκρ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[γλείφω]] [[παντού]], σε Λουκ.
|lsmtext='''περιλιχμάομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]] [[ολόγυρα]], σε Θεόκρ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[γλείφω]] [[παντού]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-λιχμάομαι likken, oplikken.
}}
}}

Revision as of 07:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλιχμάομαι Medium diacritics: περιλιχμάομαι Low diacritics: περιλιχμάομαι Capitals: ΠΕΡΙΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perilichmáomai Transliteration B: perilichmaomai Transliteration C: perilichmaomai Beta Code: perilixma/omai

English (LSJ)

=foreg.,

   A γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch

Greek (Liddell-Scott)

περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.

Greek Monotonic

περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λιχμάομαι likken, oplikken.