περιλιχμάομαι

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλιχμάομαι Medium diacritics: περιλιχμάομαι Low diacritics: περιλιχμάομαι Capitals: ΠΕΡΙΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perilichmáomai Transliteration B: perilichmaomai Transliteration C: perilichmaomai Beta Code: perilixma/omai

English (LSJ)


1περιλιχμάζω, γλώσσῃ γένειον Theoc. 25.226, cf. Arat. 1115, Phylarch. 27 J., Luc. Merc. Cond. 34, DDeor. 12.2; in pass. sense, Pl. Ax. 372a.
2 lick up, τὸν ἑαυτῶν φόνον Plu. Pyrrh. 31; τοῦ ψωμοῦ τι Luc. Prom. 10.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λιχμάομαι likken, oplikken.

Greek Monotonic

περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.

Middle Liddell

Dep.:
1. to lick all round, Theocr., Luc.
2. to lick up, Luc.