περιήνεικα: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(5) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιήνεικα:''' Ιων. αντί <i>-ήνεγκα</i>, αόρ. αʹ του [[περιφέρω]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''περιήνεικα:''' Ιων. αντί <i>-ήνεγκα</i>, αόρ. αʹ του [[περιφέρω]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιήνεικα Ion. indic. aor. act. van περιφέρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. aor. 1 of περιφέρω, Hdt.1.84.
Greek (Liddell-Scott)
περιήνεικα: Ἰων. ἀόρ. α΄ τοῦ περιφέρω, Ἡρόδ. 1.84.
French (Bailly abrégé)
v. περιφέρω.
Greek Monotonic
περιήνεικα: Ιων. αντί -ήνεγκα, αόρ. αʹ του περιφέρω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιήνεικα Ion. indic. aor. act. van περιφέρω.