πηλουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ. | |lsmtext='''πηλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηλουργός:''' ὁ Luc. = [[πηλοπλάθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working in clay, of bees, Lyr.Alex.Adesp. 7.16: Subst. π., ὁ, LXXWi.15.7, Luc.Prom.Es2, PKlein.Form.63 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 610] in Thon, Lehm arbeitend, Sp., wie Luc. Prom. 2.
Greek (Liddell-Scott)
πηλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὸν πηλὸν κατεργαζόμενος, Λουκ. Προμ. 2, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΕ΄, 7)· ― πηλουργέω, κατεργάζομαι τὸν πηλόν, Ἐκκλ.· ― πηλουργίᾱ, Ἰωνικ. πηλοεργίη, ἡ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 8Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
potier, propr. qui travaille l’argile.
Étymologie: πηλός, ἔργον.
Greek Monotonic
πηλουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πηλουργός: ὁ Luc. = πηλοπλάθος.