πηλόδομος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηλόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, <i>τοῖχοι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''πηλόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, <i>τοῖχοι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πηλόδομος:''' построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλόδομος Medium diacritics: πηλόδομος Low diacritics: πηλόδομος Capitals: ΠΗΛΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pēlódomos Transliteration B: pēlodomos Transliteration C: pilodomos Beta Code: phlo/domos

English (LSJ)

ον,

   A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].

Greek Monotonic

πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).