πικρόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πικρόκαρπος:''' -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πικρόκαρπος:''' -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πικρόκαρπος -ον [πικρός, καρπός] met bittere vrucht. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bearing bitter fruit, ἀνδροκτασία ib.693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 614] von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux fruits amers.
Étymologie: πικρός, καρπός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει πικρούς καρπούς.
Greek Monotonic
πικρόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόκαρπος -ον [πικρός, καρπός] met bittere vrucht.