Πιερικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πιερικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[Πιερία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''Πιερικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[Πιερία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πῑερικός:''' пиерийский Her., Thuc.
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Greek Monotonic

Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.