ποδαβρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδαβρός:''' -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
|lsmtext='''ποδαβρός:''' -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδαβρός:''' с нежными (невыносливыми) ногами Her.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαβρός Medium diacritics: ποδαβρός Low diacritics: ποδαβρός Capitals: ΠΟΔΑΒΡΟΣ
Transliteration A: podabrós Transliteration B: podabros Transliteration C: podavros Beta Code: podabro/s

English (LSJ)

όν,

   A tender-footed, Orac. ap. Hdt.1.55.

German (Pape)

[Seite 642] fußzart, zart, weichlich an den Füßen, Orak. b. Her. 1, 55, wo man auch πόδ' ἁβρός schreibt.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαβρός: -όν, ὁ ἔχων ἁβροὺς πόδας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 55.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
à la démarche efféminée.
Étymologie: πούς, ἁβρός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς ἐπωνυμία,» Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀβρός].

Greek Monotonic

ποδαβρός: -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

ποδαβρός: с нежными (невыносливыми) ногами Her.