πολυνιφής: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠνῐφής:''' -ές ([[νίφω]]), αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] σε [[χιόνι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πολῠνῐφής:''' -ές ([[νίφω]]), αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] σε [[χιόνι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυνῐφής:''' покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα [[δρία]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A deep with snow, δρία E.Hel. 1326 (lyr.):—also πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.
German (Pape)
[Seite 667] ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνῐφής: -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, πλήρης χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. ἀγάννιφος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout couvert de neige.
Étymologie: πολύς, νίφω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πολλά χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. του νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο-νιφής].
Greek Monotonic
πολῠνῐφής: -ές (νίφω), αυτός που έχει μεγάλο βάθος σε χιόνι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυνῐφής: покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα δρία Eur.).