ποθόβλητος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποθόβλητος:''' -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''ποθόβλητος:''' -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποθόβλητος:''' уязвленный страстью, раненый любовью Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A love-stricken, Nonn.D.4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.). II Act., causing desire, Nonn.D.15.235, al.
German (Pape)
[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.
Greek (Liddell-Scott)
ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint d’un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό-βλητος].
Greek Monotonic
ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ποθόβλητος: уязвленный страстью, раненый любовью Anth.