ποικιλότραυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικῐλότραυλος:''' -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ποικῐλότραυλος:''' -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλότραυλος:''' многоголосый, разнообразный ([[μέλη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A lisping in various notes, μέλη Theoc.Ep. 4.10.
German (Pape)
[Seite 650] auf mannichfaltige Art stammelnd, singend, von Vögeln, μέλη κόσσυφοι ἠχεῦσιν, Theocr. 4 (IX, 437).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλότραυλος: -ον, ποικίλως τραυλίζων, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux accents variés.
Étymologie: ποικίλος, τραυλός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό-τραυλος)].
Greek Monotonic
ποικῐλότραυλος: -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλότραυλος: многоголосый, разнообразный (μέλη Anth.).