ποπάνευμα: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποπάνευμα:''' -ατος, τό, όπως από <i>ποπᾰνεύω</i> = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ποπάνευμα:''' -ατος, τό, όπως από <i>ποπᾰνεύω</i> = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποπάνευμα:''' ατος (πᾰ) τό Anth. = [[πόπανον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., AP6.231 (Phil.), cj. in Theoc.26.7.
German (Pape)
[Seite 681] τό, wie von ποπανεύω, = πόπανον, Philp. 10 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
ποπάνευμα: τό, οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. ποπᾰνεύω, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 6. 231.
Greek Monolingual
τὸ, Α
πόπανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόπανον μέσω αμάρτυρου ρ. ποπανεύω].
Greek Monotonic
ποπάνευμα: -ατος, τό, όπως από ποπᾰνεύω = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ποπάνευμα: ατος (πᾰ) τό Anth. = πόπανον.