πόπανον
English (LSJ)
τό, (πέσσω) round cake, used at sacrifices, πόπανον θύειν Ar.Th.285, al., cf. Pl.R.455c, Arist.Fr.489, IG2.1651, Men.129.4, PCair.Zen.569.86 (iii B.C.), Dieuch. ap. Orib.4.7.32, Porph.Abst.2.16; cj. in Thphr.Char.16.10.
German (Pape)
[Seite 681] τό, wie πέμμα, Gebäck, bes. Opferkuchen, nach Schol. Plat. Rep. V, 227 πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ; Ar. oft, πόπανα πέττειν Eccl. 843, θύειν Thesm. 285; τὴν τῶν ποπάνων θεραπείαν, Plat. Rep. V, 455 c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
galette pour les sacrifices.
Étymologie: πέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόπανον -ου, τό [~ πέττω] koek, offerkoek.
Russian (Dvoretsky)
πόπᾰνον: τό жертвенная лепешка Arph., Plat., Arst.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποπ- της ρίζας του ρ. πέσσω (< pekw-jo, πρβλ. πεπτός, πέπτω) με επίθημα -ανον (πρβλ. όργανον, όχανον, πλόκανον)].
Greek Monotonic
πόπᾰνον: τό (πέπτω) όπως πέμμα, στρογγυλό εδώδιμο παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται σε θυσίες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πόπανον: τό, (πέπτω) ὡς τὸ πέμμα, στρογγύλος πλακοῦς ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας· συχν. παρ’ Ἀριστοφάνει· π. θύειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 285, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 455C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 447.
Frisk Etymological English
See also: s. πέσσω.
Middle Liddell
πόπᾰνον, ου, τό, πέπτω
like πέμμα, a round cake, used at sacrifices, Ar.
Frisk Etymology German
πόπανον: {pópanon}
See also: s. πέσσω.
Page 2,579
Léxico de magia
τό pastel como ofrenda ποίει πλακοῦντας ζʹ καὶ πόπανα ζʹ haz siete tortas y siete pasteles P I 288 παρακείσθω δὲ αὐτῷ πόπανα ζʹ, πλακοῦντες ζʹ que haya junto a éste siete pasteles y siete tortas P IV 2191 P XII 21