πορθήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορθήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[πορθητής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πορθήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[πορθητής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πορθήτωρ:''' ορος ὁ Aesch. = [[πορθητής]].
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθήτωρ Medium diacritics: πορθήτωρ Low diacritics: πορθήτωρ Capitals: ΠΟΡΘΗΤΩΡ
Transliteration A: porthḗtōr Transliteration B: porthētōr Transliteration C: porthitor Beta Code: porqh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.

German (Pape)

[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.

Greek (Liddell-Scott)

πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
dévastateur.
Étymologie: πορθέω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
πορθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, ποθή-τωρ)].

Greek Monotonic

πορθήτωρ: -ορος, ὁ, πορθητής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πορθήτωρ: ορος ὁ Aesch. = πορθητής.