πολύπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6)
(1ba)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύπος:''' -ου, ὁ, ποιητ. αντί [[πολύπους]].
|lsmtext='''πολύπος:''' -ου, ὁ, ποιητ. αντί [[πολύπους]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύπος]], ου, [poetic for [[πολύπους]].]
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, p. = πολύπους, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπος: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πολύπους, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πολύποδας.

Greek Monotonic

πολύπος: -ου, ὁ, ποιητ. αντί πολύπους.

Middle Liddell

πολύπος, ου, [poetic for πολύπους.]