πλατύρρις: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾰτύρρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ, [[σιμός]], [[πλακουτσομύτης]], σε Στράβ. | |lsmtext='''πλᾰτύρρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ, [[σιμός]], [[πλακουτσομύτης]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πλᾰτύρ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,<br />[[broad]]-nosed, Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ,
A broad-nosed, Str.2.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύρρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ πλατεῖαν ἔχων ῥῖνα, Στράβ. 96.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
aux larges narines, au gros nez.
Étymologie: πλατύς, ῥίς.
Greek Monolingual
-ινος, ὁ, ἡ, Α
βλ. πλατύρρινος.
Greek Monotonic
πλᾰτύρρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ, σιμός, πλακουτσομύτης, σε Στράβ.
Middle Liddell
πλᾰτύρ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,
broad-nosed, Strab.