προσστάζω: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσστάζω:''' дор. [[ποτιστάζω]] досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσστάζω Medium diacritics: προσστάζω Low diacritics: προσστάζω Capitals: ΠΡΟΣΣΤΑΖΩ
Transliteration A: prosstázō Transliteration B: prosstazō Transliteration C: prosstazo Beta Code: prossta/zw

English (LSJ)

Dor. ποτιστ-,

   A drop on, shed over, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.O.6.76; πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Id.P.4.137.

German (Pape)

[Seite 780] (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.

Greek (Liddell-Scott)

προσστάζω: Δωρ. ποτιστάζω, στάζω πρός τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει χάρις αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτιστάζω Α
στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσστάζω: Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. -ξω, στάζω πάνω σε, ρίχνω ολόγυρα, σε Πίνδ.· πραῢνποτιστάζων ὄαρον, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια λόγια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσστάζω: дор. ποτιστάζω досл. капать, перен. струить, изливать, насылать (εὐκλέα μορφάν τινι, πραῢν ὄαρον Pind.).