στάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στάλαγμα:''' τό, [[υγρό]] που πέφτει σε σταγόνες, [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''στάλαγμα:''' τό, [[υγρό]] που πέφτει σε σταγόνες, [[σταγόνα]], [[απόσταγμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλαγμα Medium diacritics: στάλαγμα Low diacritics: στάλαγμα Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: stálagma Transliteration B: stalagma Transliteration C: stalagma Beta Code: sta/lagma

English (LSJ)

[στᾰ], ατος, τό, (σταλάσσω)

   A that which drops, a drop, A.Eu.802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος S.Ant.1239; πώματος Philostr. VA3.25: dub. sens. in BGU531 ii 16 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 928] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.

Greek (Liddell-Scott)

στάλαγμα: τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, σταγών, Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν σταλάζω
σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ροή σταγόνων, σταλαγμός
2. υδρορρόη.

Greek Monotonic

στάλαγμα: τό, υγρό που πέφτει σε σταγόνες, σταγόνα, απόσταγμα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάλαγμα -ατος, τό [σταλάττω] druppel.