συμβούλευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβούλευμα:''' -ατος, τό, [[συμβουλή]] που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.
|lsmtext='''συμβούλευμα:''' -ατος, τό, [[συμβουλή]] που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβούλευμα:''' ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.
}}
}}

Revision as of 07:18, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβούλευμα Medium diacritics: συμβούλευμα Low diacritics: συμβούλευμα Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: symboúleuma Transliteration B: symbouleuma Transliteration C: symvoylevma Beta Code: sumbou/leuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.

Greek Monotonic

συμβούλευμα: -ατος, τό, συμβουλή που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συμβούλευμα: ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.