συμπεριποιέω: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπεριποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συμπεριποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριποιέω:''' помогать добыть (τὴν [[ἀρχήν]] τινι Polyb.; τὴν τῆς Βοιωτίας ἡγεμονίαν Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A help in procuring, τὴν ἀρχήν τινι Plb.3.49.9, cf. D.S.11.81.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich verschaffen; τινὶ τὲν ἀρχήν Pol. 3, 49, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριποιέω: ὁμοῦ περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν ἀρχήν τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à acquérir.
Étymologie: σύν, περιποιέω.
Greek Monotonic
συμπεριποιέω: μέλ. -ήσω, προμηθεύω από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριποιέω: помогать добыть (τὴν ἀρχήν τινι Polyb.; τὴν τῆς Βοιωτίας ἡγεμονίαν Diod.).