τριχάλεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐχάλεπτος:''' -ον (χᾰλέπτω), [[πολύ]] οργισμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῐχάλεπτος:''' -ον (χᾰλέπτω), [[πολύ]] οργισμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐχάλεπτος:''' (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный ([[δαίμων]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très irascible.
Étymologie: τρίς, χαλέπτω.
Greek Monolingual
-ον, Α
οργίλος («τριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός.
Greek Monotonic
τρῐχάλεπτος: -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχάλεπτος: (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный (δαίμων Anth.).