ὑποστροβέω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(6) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποστροβέω:''' [[ταράζω]] εσωτερικά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑποστροβέω:''' [[ταράζω]] εσωτερικά, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποστροβέω:''' досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A agitate inwardly, ὑπ' αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ A.Ag.1215.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστροβέω: ταράσσω ἐσωτερικῶς, ὑπ’ αὖ με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215.
Greek Monotonic
ὑποστροβέω: ταράζω εσωτερικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστροβέω: досл. кружить, перен. потрясать, волновать (τινα Aesch. - in tmesi).