ὑπερβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερβρῑθής:''' -ές ([[βρῖθος]]), γεν. <i>-έος</i>, = [[ὑπερβαρής]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑπερβρῑθής:''' -ές ([[βρῖθος]]), γεν. <i>-έος</i>, = [[ὑπερβαρής]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβρῑθής:''' непомерно тяжелый ([[ἄχθος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.
German (Pape)
[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’un poids excessif.
Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.
Greek Monolingual
-ές, Α
βαρυφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπι-βριθής].
Greek Monotonic
ὑπερβρῑθής: -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβρῑθής: непомерно тяжелый (ἄχθος Soph.).