ὑποτείχισμα: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτείχισμα:''' -ατος, τό, εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ὑποτείχισμα:''' -ατος, τό, εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτείχισμα:''' ατος τό контрукрепление Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A cross-wall, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτείχισμα: τό, ἐγκάρσιον τεῖχος, Θουκ. 6. 100.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mur de soutien construit au-dessous.
Étymologie: ὑποτειχίζω.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α ὑποτειχίζω
το εγκάρσιο τείχος.
Greek Monotonic
ὑποτείχισμα: -ατος, τό, εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτείχισμα: ατος τό контрукрепление Thuc.