φορτίς: Difference between revisions
φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φορτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, όπως [[ναῦς]] [[φορτηγός]], [[πλοίο]] φορτηγό, εμπορικό, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''φορτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, όπως [[ναῦς]] [[φορτηγός]], [[πλοίο]] φορτηγό, εμπορικό, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φορτίς:''' ίδος ἡ (sc. [[ναῦς]]) грузовой (товарный) корабль Hom., Diod., Luc., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, φ. ναῦς ship
A of burden, merchantman, ἔδαφος νηὸς . . φ. εὐρείης Od.5.250, cf. 9.323, Luc.VH1.11, Aret.SD2.13; φ. alone, D.S.16.6, Jul.Or.5.159d, etc.
German (Pape)
[Seite 1301] ίδος, ἡ, sc. ναῦς, Lastschiff, Frachtschiff, Od. 5, 250. 9, 323; übh. Kauffahrteischiff, ein breites Fahrzeug, im Ggstz der schmalen, langen Kriegsschiffe, Antp. Th. 52. 69 (IX, 215. VII, 287).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ναῦς;
vaisseau de transport, navire marchand.
Étymologie: φόρτος.
English (Autenrieth)
ίδος (φόρτος): νηῦς, ship of burden, Od. 5.250 and Od. 9.323. (See cut.)
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
φορτηγό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Greek Monotonic
φορτίς: -ίδος, ἡ, όπως ναῦς φορτηγός, πλοίο φορτηγό, εμπορικό, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
φορτίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) грузовой (товарный) корабль Hom., Diod., Luc., Anth.