ὤκιστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὤκιστος:''' ὠκίων, [[ανώμαλος]] υπερθ. και συγκρ. του [[ὠκύς]].
|lsmtext='''ὤκιστος:''' ὠκίων, [[ανώμαλος]] υπερθ. και συγκρ. του [[ὠκύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὤκιστος:''' (= [[ὠκύτατος]]) superl. к [[ὠκύς]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὤκιστος Medium diacritics: ὤκιστος Low diacritics: ώκιστος Capitals: ΩΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ṓkistos Transliteration B: ōkistos Transliteration C: okistos Beta Code: w)/kistos

English (LSJ)

old Sup. of ὠκύς (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὤκιστος: ὠκίων, ἀνώμαλον ὑπερθ. καὶ συγκρ. τοῦ ὠκύς.

French (Bailly abrégé)

v. ὠκύς.

English (Autenrieth)

see ὠκύς.

Greek Monotonic

ὤκιστος: ὠκίων, ανώμαλος υπερθ. και συγκρ. του ὠκύς.

Russian (Dvoretsky)

ὤκιστος: (= ὠκύτατος) superl. к ὠκύς.