Ὠγύγιος: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(6) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὠγύγιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Ώγυγο, βασιλιά της Αττικής κατά τους μυθικούς χρόνους· από όπου γενικά, [[πανάρχαιος]], [[παμπάλαιος]], σε Ησίοδ., Πίνδ.· [[τὰς]] ὠγυγίας Θήβας, [[τὰς]] ὠγυγίας Ἀθήνας, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''Ὠγύγιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Ώγυγο, βασιλιά της Αττικής κατά τους μυθικούς χρόνους· από όπου γενικά, [[πανάρχαιος]], [[παμπάλαιος]], σε Ησίοδ., Πίνδ.· [[τὰς]] ὠγυγίας Θήβας, [[τὰς]] ὠγυγίας Ἀθήνας, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ὠγύγιος:''' и 2 досл. огигов, восходящий к временам Огига, перен. древнейший, извечный (Στυγὸς [[ὕδωρ]] Hes.; Φλιοῦντος ὄρεα Pind.; [[Θῆβαι]] Aesch., Soph.; τὸ [[κράτος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A. Th.321 (lyr.), but in Trag. mostly ος, ον:—
A Ogygian, of or from Ogyges, a mythical king of Attica: hence generally, primeval, primal, Στυγὸς ὕδωρ Hes.Th.806; ὠ. πῦρ Emp. 84.7; Φλιοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν Pi.N.6.44 (ὠγυγίοι' Bgk.); τὰς ὠ. Θήβας A.Pers.37 (anap.), cf. S.OC1770 (anap.); τὰς ὠ. Ἀθάνας A.Pers.975 (lyr.), cf. Th.l.c.; γᾶς ὑπο κεύθεσιν ὠ. Id.Eu.1036 (lyr.); σὲ . . τόδ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον from earliest ages, S.Ph.142 (lyr.). 2 gigantic, Hld.10.25.
Greek (Liddell-Scott)
Ὠγύγιος: [ῠ], -α, -ον, Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 321, ἀλλὰ παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ος, ον· ὁ ἐκ τοῦ Ὠγύγου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὤγυγον, βασιλέα τῆς Ἀττικῆς κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους· ἐντεῦθεν καθόλου, παμπάλαιος, πανάρχαιος, προαιώνιος, Στυγὸς ὕδωρ Ἡσ. Θεογ. 806· ὠγ. πῦρ Ἐμπεδ. 226· Φλειοῦντος ὑπ᾿ ὠγυγίοις ὄρεσιν Πινδ. Ν. 6.· 74· τὰς ὠγ. Θήβας, τὰς ὠγ. Ἀθήνας Αἰσχύλ. Πέρσ. 37, 974, πρβλ. ἐπὶ Θήβ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εὐμ. 1036, Σοφ. Ο. Κ. 1770· σὲ τόδ᾿ ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον, ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 142.
Greek Monotonic
Ὠγύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Ώγυγο, βασιλιά της Αττικής κατά τους μυθικούς χρόνους· από όπου γενικά, πανάρχαιος, παμπάλαιος, σε Ησίοδ., Πίνδ.· τὰς ὠγυγίας Θήβας, τὰς ὠγυγίας Ἀθήνας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Ὠγύγιος: и 2 досл. огигов, восходящий к временам Огига, перен. древнейший, извечный (Στυγὸς ὕδωρ Hes.; Φλιοῦντος ὄρεα Pind.; Θῆβαι Aesch., Soph.; τὸ κράτος Soph.).