Ὠγύγιος
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A. Th.321 (lyr.), but in Trag. mostly ος, ον:—
A Ogygian, of or from Ogyges, a mythical king of Attica: hence generally, primeval, primal, Στυγὸς ὕδωρ Hes.Th.806; ὠ. πῦρ Emp. 84.7; Φλιοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν Pi.N.6.44 (ὠγυγίοι' Bgk.); τὰς ὠ. Θήβας A.Pers.37 (anap.), cf. S.OC1770 (anap.); τὰς ὠ. Ἀθάνας A.Pers.975 (lyr.), cf. Th.l.c.; γᾶς ὑπο κεύθεσιν ὠ. Id.Eu.1036 (lyr.); σὲ.. τόδ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον from earliest ages, S.Ph.142 (lyr.).
2 gigantic, Hld.10.25.
Russian (Dvoretsky)
Ὠγύγιος: и 2 досл. огигов, восходящий к временам Огига, перен. древнейший, извечный (Στυγὸς ὕδωρ Hes.; Φλιοῦντος ὄρεα Pind.; Θῆβαι Aesch., Soph.; τὸ κράτος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὠγύγιος: [ῠ], -α, -ον, Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 321, ἀλλὰ παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ος, ον· ὁ ἐκ τοῦ Ὠγύγου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὤγυγον, βασιλέα τῆς Ἀττικῆς κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους· ἐντεῦθεν καθόλου, παμπάλαιος, πανάρχαιος, προαιώνιος, Στυγὸς ὕδωρ Ἡσ. Θεογ. 806· ὠγ. πῦρ Ἐμπεδ. 226· Φλειοῦντος ὑπ᾿ ὠγυγίοις ὄρεσιν Πινδ. Ν. 6.· 74· τὰς ὠγ. Θήβας, τὰς ὠγ. Ἀθήνας Αἰσχύλ. Πέρσ. 37, 974, πρβλ. ἐπὶ Θήβ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Εὐμ. 1036, Σοφ. Ο. Κ. 1770· σὲ τόδ᾿ ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον, ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 142.
Greek Monotonic
Ὠγύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Ώγυγο, βασιλιά της Αττικής κατά τους μυθικούς χρόνους· από όπου γενικά, πανάρχαιος, παμπάλαιος, σε Ησίοδ., Πίνδ.· τὰς ὠγυγίας Θήβας, τὰς ὠγυγίας Ἀθήνας, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Ὠγῠ́γιος, η, ον
Ogygian, of or from Ogyges, an Attic king of mythical times; hence generally primeval, primal, Hes., Pind.; τὰς ὠγ. Θήβας, τὰς ὠγ. Ἀθήνας Aesch.