χλευαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλευαστής:''' -οῦ, ὁ, [[χλευαστής]], αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.
|lsmtext='''χλευαστής:''' -οῦ, ὁ, [[χλευαστής]], αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλευαστής:''' οῦ ὁ насмешник Arst.
}}
}}

Revision as of 06:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευαστής Medium diacritics: χλευαστής Low diacritics: χλευαστής Capitals: ΧΛΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: chleuastḗs Transliteration B: chleuastēs Transliteration C: chlevastis Beta Code: xleuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mocker, scoffer, Arist.Rh.1380a29, Procl.Par.Ptol.230, Poll.9.149, etc.: c. gen., M. Ant.6.47.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, der Spötter, der einen Andern schnöde behandelt, Arist. rhet. 2, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ χλευάζων, ἐμπαίζων χλευαστικῶς, Ἀριστ. Ρημ. 2. 3, 9, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 230, Πολυδ. Θ΄, 149 κλπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
railleur, moqueur.
Étymologie: χλευάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χλευάζω
αυτός που χλευάζει, που περιγελά («οἷον χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

χλευαστής: -οῦ, ὁ, χλευαστής, αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

χλευαστής: οῦ ὁ насмешник Arst.