δαιδαλόεις: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δαιδᾰλόεις:''' όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό [[βρέτας]] χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.). | |elrutext='''δαιδᾰλόεις:''' όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό [[βρέτας]] χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).
German (Pape)
[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.
Spanish (DGE)
(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.
Greek Monolingual
δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].
Greek Monotonic
δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δαιδᾰλόεις: όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.