νῆσις: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(3b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆσις]], ἡ (ΑΜ)<br />το [[γνέσιμο]], το [[κλώσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] (<b>πρβλ.</b> αορ. <i>ἔ</i>-<i>νησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[νῆσις]] και [[νήησις]], ἡ (Α) [[νηέω]]<br />[[επισώρευση]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆσις]], ἡ (ΑΜ)<br />το [[γνέσιμο]], το [[κλώσιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νησ</i>- του [[νήθω]] (<b>πρβλ.</b> αορ. <i>ἔ</i>-<i>νησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[νῆσις]] και [[νήησις]], ἡ (Α) [[νηέω]]<br />[[επισώρευση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆσις Medium diacritics: νῆσις Low diacritics: νήσις Capitals: ΝΗΣΙΣ
Transliteration A: nē̂sis Transliteration B: nēsis Transliteration C: nisis Beta Code: nh=sis

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (νέω B)

   A spinning, Pl.R.620e.
νῆσις (B), εως, ἡ, (νέω C)

   A accumulation, Hp.Loc.Hom.20 codd. (fort. ἴνησις).

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, 1) das Spinnen, ἡ τῆς Ἀτρόπου, Plat. Rep. X, 620 e. – 2) das An-, Aufhäufen, σώρευσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νῆσις: -εως, ἡ, (νέω Γ) κλώσιμον, Πλάτ. Πολ. 620Ε.

Greek Monolingual

(I)
νῆσις, ἡ (ΑΜ)
το γνέσιμο, το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ- του νήθω (πρβλ. αορ. -νησ-α) + κατάλ. -ις].
(II)
νῆσις και νήησις, ἡ (Α) νηέω
επισώρευση.

Greek Monotonic

νῆσις: -εως, ἡ (νέω Γ), γνέσιμο, κλώσιμο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νῆσις: εως ἡ νέω III] прядение (ἡ τῆς Ἀτρόπου ν. Plat.).