μαλακόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μαλακόθριξ | |||
|Medium diacritics=μαλακόθριξ | |||
|Low diacritics=μαλακόθριξ | |||
|Capitals=ΜΑΛΑΚΟΘΡΙΞ | |||
|Transliteration A=malakóthrix | |||
|Transliteration B=malakothrix | |||
|Transliteration C=malakothriks | |||
|Beta Code=malako/qric | |||
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[soft-haired]], Arist. ''GA'' 783a13. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19. | |lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19. |
Revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
Greek Monolingual
μαλακόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκόθριξ: τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).