οἴκει: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(3b)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikei
|Transliteration C=oikei
|Beta Code=oi)/kei
|Beta Code=oi)/kei
|Definition=Adv., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[οἴκοι]], <span class="bibl">Men.1044</span>.</span>
|Definition=Adv., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[οἴκοι]], <span class="bibl">Men.1044</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:05, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκει Medium diacritics: οἴκει Low diacritics: οίκει Capitals: ΟΙΚΕΙ
Transliteration A: oíkei Transliteration B: oikei Transliteration C: oikei Beta Code: oi)/kei

English (LSJ)

Adv.,    A = οἴκοι, Men.1044.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.

Greek Monolingual

οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].

Russian (Dvoretsky)

οἴκει: adv. Men. = οἴκοι.