σεμνότιμος: Difference between revisions

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σεμνότῑμος:''' глубоко почитаемый ([[ἀνάκτωρ]] Aesch.).
|elrutext='''σεμνότῑμος:''' глубоко почитаемый ([[ἀνάκτωρ]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνότῑμος Medium diacritics: σεμνότιμος Low diacritics: σεμνότιμος Capitals: ΣΕΜΝΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: semnótimos Transliteration B: semnotimos Transliteration C: semnotimos Beta Code: semno/timos

English (LSJ)

ον,

   A reverenced with awe, A.Ch.356 (lyr.), Eu. 833.

German (Pape)

[Seite 872] ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνότῑμος: -ον, σεβάσμιος, διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénérable.
Étymologie: σεμνός, τιμή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τιμάται με σεβασμό («ἐμπρέπων σεμνότιμος ἀνάκτωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό-τιμος].

Greek Monotonic

σεμνότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σεμνότῑμος: глубоко почитаемый (ἀνάκτωρ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.