μελίστακτος: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελίστακτος:''' Anth. = [[μελισταγής]]. | |elrutext='''μελίστακτος:''' Anth. = [[μελισταγής]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, = foreg. 2,
A Μοῦσαι AP4.1.33 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).
Greek Monolingual
μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό-στακτος].
Greek Monotonic
μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίστακτος: Anth. = μελισταγής.
Middle Liddell
μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.]