μελίστακτος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελίστακτος:''' Anth. = [[μελισταγής]].
|elrutext='''μελίστακτος:''' Anth. = [[μελισταγής]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.]
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίστακτος Medium diacritics: μελίστακτος Low diacritics: μελίστακτος Capitals: ΜΕΛΙΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: melístaktos Transliteration B: melistaktos Transliteration C: melistaktos Beta Code: meli/staktos

English (LSJ)

ον, = foreg. 2,

   A Μοῦσαι AP4.1.33 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).

Greek Monolingual

μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό-στακτος].

Greek Monotonic

μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίστακτος: Anth. = μελισταγής.

Middle Liddell

μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.]