φωνητός: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωνητός:''' [adj. verb. к [[φωνέω]] выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое. | |elrutext='''φωνητός:''' [adj. verb. к [[φωνέω]] выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φωνητός]], ή, όν [[φωνέω]]<br />to be [[spoken]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.). II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.
Greek (Liddell-Scott)
φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut dire.
Étymologie: φωνέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
φωνητός: -ή, -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φωνητός: [adj. verb. к φωνέω выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое.