Πτερνογλύφος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(4) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Πτερνογλύφος:''' (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr. | |elrutext='''Πτερνογλύφος:''' (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Πτερνο-γλύ˘φος, ὁ, [γλύπτω]<br />ham-[[scraper]], Batr. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.
Greek Monotonic
Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύπτω), αυτός που σκαλίζει τα χοιρομέρια, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
Πτερνογλύφος: (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr.
Middle Liddell
Πτερνο-γλύ˘φος, ὁ, [γλύπτω]
ham-scraper, Batr.