τριόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(4b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τριόφθαλμος]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
|mltxt=-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] οφθαλμούς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τριόφθαλμος]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐόφθαλμος:''' трехглазый Plut.
|elrutext='''τρῐόφθαλμος:''' трехглазый Plut.
}}
}}

Revision as of 14:30, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐόφθαλμος Medium diacritics: τριόφθαλμος Low diacritics: τριόφθαλμος Capitals: ΤΡΙΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: trióphthalmos Transliteration B: triophthalmos Transliteration C: triofthalmos Beta Code: trio/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A three-eyed, Orac. ap. Apollod.2.8.3, Plu.2.520c, etc.    2 ὁ τ., name of a precious stone, Plin.HN37.186.

Greek (Liddell-Scott)

τριόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὀφθαλμούς, Χρησμ. παρ’ Ἀπολλοδ. 2. 8, 3, Πλούτ. 2. 520C, κλπ. 2) ὁ τρ., ὄνομα πολυτίμου λίθου, Plin. N. H. 37. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois yeux.
Étymologie: τρεῖς, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

-ον Α
1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς
2. το αρσ. ως ουσ.τριόφθαλμος
ονομασία πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

τρῐόφθαλμος: трехглазый Plut.