τρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(4b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρισμός:''' ὁ [[τρίζω]]<br /><b class="num">1)</b> писк (μυός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).
|elrutext='''τρισμός:''' ὁ [[τρίζω]]<br /><b class="num">1)</b> писк (μυός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμός Medium diacritics: τρισμός Low diacritics: τρισμός Capitals: ΤΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trismós Transliteration B: trismos Transliteration C: trismos Beta Code: trismo/s

English (LSJ)

   A v. τριγμός.

Greek (Liddell-Scott)

τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.

Russian (Dvoretsky)

τρισμός:τρίζω
1) писк (μυός Plut.);
2) визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.