ξῦσμα: Difference between revisions
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(3b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῦσμα''': ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. | |lstext='''ξῦσμα''': ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ἐν τῷ πληθ., κενώσεις ἐνέχουσαι ἐξεσμένας σάρκας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394 (πρβλ. [[ξυσματώδης]])· ξύσματα τῶν ὀθονίων, ἐξεσμένον λινοῦν [[ὕφασμα]], ξαντὸν διὰ τραύματα, Ἐρωτιαν.· ἀλλαχοῦ μοτόν. 2) ἐν τῷ πληθ., μόρια πραγμάτων, [[κόνις]] ἐν τῇ ἡλιακῇ ἀκτῖνι, ψυχὴν [[εἶναι]] τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 4, πρβλ. Προβλ. 15. 13, 1. ΙΙ. τὸ γεγλυμμένον ἢ ἐσκαλισμένον ἐπί τινος πράγματος· [[ὅθεν]] ξύσματα = γράμματα, Ἡσύχ. - [[προσέτι]], ξύσμα = «[[κνήφη]]. [[λέπρα]]» ὁ αὐτ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξῦσμα:''' или [[ξύσμα]], ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.). | |elrutext='''ξῦσμα:''' или [[ξύσμα]], ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ξῦσμα: ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ἐν τῷ πληθ., κενώσεις ἐνέχουσαι ἐξεσμένας σάρκας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394 (πρβλ. ξυσματώδης)· ξύσματα τῶν ὀθονίων, ἐξεσμένον λινοῦν ὕφασμα, ξαντὸν διὰ τραύματα, Ἐρωτιαν.· ἀλλαχοῦ μοτόν. 2) ἐν τῷ πληθ., μόρια πραγμάτων, κόνις ἐν τῇ ἡλιακῇ ἀκτῖνι, ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 4, πρβλ. Προβλ. 15. 13, 1. ΙΙ. τὸ γεγλυμμένον ἢ ἐσκαλισμένον ἐπί τινος πράγματος· ὅθεν ξύσματα = γράμματα, Ἡσύχ. - προσέτι, ξύσμα = «κνήφη. λέπρα» ὁ αὐτ.
Russian (Dvoretsky)
ξῦσμα: или ξύσμα, ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.).