κλεῖθρον: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλεῖθρον:''' ион. [[κλήϊθρον]], староатт. [[κλῇθρον]] τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами. | |elrutext='''κλεῖθρον:''' ион. [[κλήϊθρον]], староатт. [[κλῇθρον]] τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλεῖθρον -ου, τό, oud- Att. κλῇθρον, Ion. κλήιθρον, Dor. κλάϊθρον [κλείω] sluitboom, grendel, ook deur, meestal plur. geneesk. strottenhoofd. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. κλήϊθρον, Att. κλῇθρον, Dor. κλᾷθρον (v.infr.), τό, κλείω A)
A bar for closing a door, in pl., κλῄθρων λυθέντων A.Th.396; διοίγειν κλῇθρα S.OT1287, cf. 1294; κλῇθρα πύλης, δόμων, Id.Ant.1186, E.HF1029 (lyr.); κλῇθρα χαλάσθω Ar.V.1484; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Id.Lys.264; διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.An.7.1.17; σιδηρᾶ κ. Pl.Ax.371b; sg., ἀμφιδέαι . . ἀπὸ κλείθρου IG22.1627.319. 2 boom of a harbour, τοῦ λιμένος τὸ κ. Aen.Tact.11.3: usu. in pl., τὰ στόματα τῶν λιμένων φράττειν τοῖς κ. Ph.Bel.94.42, cf. D.S.18.64; τὰ κ. τοῦ Πειραιέως Ath.12.535d. 3 ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις fences, railings, Gal.12.296. II = κλειθρία, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον ἔδυνεν h.Merc.146. 2 metaph., οἱ τὰ κ. ἔχοντες (sc. τῆς Πελοποννήσου), of the Corinthians, Str.8.6.20, cf. 9.4.15. 3 entrance of the windpipe, Hp.Morb.2.28. 4 as place-name, ἐν τοῖς Κλᾴθροις in the Narrows, Mnemos.42.332 (Argos).
German (Pape)
[Seite 1447] τό, ion. u. ep. κλήϊθρον, H. h. Merc. 146 u. Hippocr., Schloß, Riegel zum Verschließen (κλείω) der Thür; διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα Xen. An. 7, 1, 17; σιδηροῖς κλείθροις Plat. Ax. 371 b; στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε πύλαι Bass. 10 (VII, 391); steht auch noch bei Wellauer Aesch. Spt. 378, κλείθρων λυθέντων; sonst altatt. κλῇθρον, gew. im plur.; βοᾷ διοίγειν κλῇθρα Soph. O. R. 1287, vgl. 1294; κλῇθρ' ἀνασπαστοῦ πύλης Ant. 1171; κλῇθρα πυλωμάτων, δόμων, Eur. Hipp. 808 Herc. f. 1029; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Ar. Lys. 264.
Greek (Liddell-Scott)
κλεῖθρον: Ἰων. κλήϊθρον, Ἀττ. κλῇθρον, τό· (κλείω). ― μοχλὸς πρὸς κλείδωμα θύρας, μεγάροιο διὰ κλήϊθρον Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 146· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς Λατ. claustra, clathra, κλῄθρων λυθέντων Αἰσχύλ. Θήβ. 396· διοίγειν κλῇθρα Σοφ. Ο. Τ. 1287, πρβλ. 1294· κλῇθρα πύλης, δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1029· κλῇθρα χαλάσθω Ἀριστοφ. Σφ. 1484· κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 264· ὅτι δὲ οἱ μοχλοὶ οὗτοι ἦσαν ξύλινοι, φαίνεται ἐκ τοῦ Ξεν. Ἀν. 7. 1, 17, διακόψαντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα· ἀλλ’ ἔχομεν σιδηρᾶ κλ. ἐν Πλάτ. Ἀξιόχ. 371Β, πρβλ. κλεῖστρον. ΙΙ. τὸ ἄνοιγμα τοῦ λάρυγγος, ἡ εἴσοδος, Ἱππ. 470. 43 κἑξ.· οὕτω, τὰ κλ. τοῦ Πειραιέως Ἀθήν. 535C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
serrure de porte ; τὰ κλεῖθρα les pentures, enveloppes des gonds sur lesquels elles tournent.
Étymologie: κλείω.
Greek Monotonic
κλεῖθρον: Ιων. κλήϊθρον, Αττ. κλῇθρον, τό (κλείω), μοχλός για το κλείδωμα της πόρτας, σε Ομηρ. Ύμν.· κυρίως στο πληθ., όπως το Λατ. claustra, σε Τραγ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κλεῖθρον: ион. κλήϊθρον, староатт. κλῇθρον τό засов, запор, замок (μεγάροιο Hom.; преимущ. pl. κλῇθρα πύλης Soph.; κλῇθρα δόμων Eur.): πυλῶν κλῄθρων λυθέντων Aesch. когда запоры ворот сломаны; κλῇθρα διοίγειν Soph. или χαλᾶν Arph. снимать запоры; κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Arph. запереть вход засовами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεῖθρον -ου, τό, oud- Att. κλῇθρον, Ion. κλήιθρον, Dor. κλάϊθρον [κλείω] sluitboom, grendel, ook deur, meestal plur. geneesk. strottenhoofd.