ὀπτεύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀπτεύω:''' видеть, обозревать (πᾶσαν γᾶν Arph.). | |elrutext='''ὀπτεύω:''' видеть, обозревать (πᾶσαν γᾶν Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ὁράω]]<br />to see, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 9 January 2019
English (LSJ)
A = ὁράω, see, Ar.Av.1061 (lyr.), A.D.Synt.290.18, Max.Tyr. 8.7 ; but ὀπτευσάμενοι (μόχθους) in Eust.ad D.P.195 is prob. f.l. for ὀττευσάμενοι.
German (Pape)
[Seite 363] = ὁράω, sehen, Ar. Av. 1061.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτεύω: ὁράω, βλέπω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1061.
French (Bailly abrégé)
voir.
Étymologie: ὀπτός².
Greek Monolingual
ὀπτεύω (Α)
βλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' απόσπαση από τα ρ. σε -οπτεύω (< -οπτος ή -οπτης), πρβλ. δι-οπτεύω, κατ-οπτεύω].
Greek Monotonic
ὀπτεύω: = ὁράω, βλέπω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτεύω: видеть, обозревать (πᾶσαν γᾶν Arph.).
Middle Liddell
= ὁράω
to see, Ar.