συγκίνημα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκίνημα''': [ῑ], τό, [[συγκίνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. [[κίνημα]]). | |lstext='''συγκίνημα''': [ῑ], τό, [[συγκίνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. [[κίνημα]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:18, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A commotion, S.E.M.9.170 (but f.l. for κίνημα).
German (Pape)
[Seite 967] τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.
Greek (Liddell-Scott)
συγκίνημα: [ῑ], τό, συγκίνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. κίνημα).
Greek Monolingual
τὸ, Α συγκινῶ
ταυτόχρονη κίνηση.
Russian (Dvoretsky)
συγκίνημα: ατος (ῑ) ἡ совместное движение или возбуждение Sext.