καταβρόχω: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-βρόχω alleen aor. opt. καταβρόξειε, opdrinken:. ὃς τὸ καταβρόξειεν wie dat (drankje) opdrinkt Od. 4.222. | |elnltext=κατα-βρόχω alleen aor. opt. καταβρόξειε, opdrinken:. ὃς τὸ καταβρόξειεν wie dat (drankje) opdrinkt Od. 4.222. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβρόχω:''' (только 3 л. sing. aor. opt. [[καταβρόξειε]]) проглатывать, выпивать (τὸ [[φάρμακον]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. opt. ao. καταβρόξειε;
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, *βρόχω.
Greek Monolingual
καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. ἔ-βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βρόχω alleen aor. opt. καταβρόξειε, opdrinken:. ὃς τὸ καταβρόξειεν wie dat (drankje) opdrinkt Od. 4.222.
Russian (Dvoretsky)
καταβρόχω: (только 3 л. sing. aor. opt. καταβρόξειε) проглатывать, выпивать (τὸ φάρμακον Hom.).