κραταίλεως: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(nl) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig. | |elnltext=κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰταίλεως:''' каменистый, скалистый ([[χθών]] Aesch.; [[πέδον]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.
Greek Monolingual
κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].
Greek Monotonic
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).