συνδιασκέπτομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(nl) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken. | |elnltext=συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιασκέπτομαι:''' совместно рассматривать, вместе исследовать (τί τινι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].
Greek Monolingual
ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken.
Russian (Dvoretsky)
συνδιασκέπτομαι: совместно рассматривать, вместе исследовать (τί τινι Plat.).