σιτοβόλιον: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
(nl)
(4)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιτοβόλιον -ου, τό [σῖτος, βάλλω] graanopslagplaats.
|elnltext=σιτοβόλιον -ου, τό [σῖτος, βάλλω] graanopslagplaats.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοβόλιον:''' τό Plut. = [[σιτοβολεῖον]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 885] τό, Pol. 3, 100, 4, auch σιτοβόλειον u. σιτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grange à serrer le grain.
Étymologie: σῖτος, βάλλω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σιτοβολεῑον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοβόλιον -ου, τό [σῖτος, βάλλω] graanopslagplaats.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοβόλιον: τό Plut. = σιτοβολεῖον.